- υπερόπτως
- Αεπίρρ. βλ. ὑπέροπτος (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερόπτως — ὑπέροπτος disdainful adverbial ὑπέροπτος disdainful masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπέροπτος — (I) ον, Α 1. αυτός που περιφρονήθηκε 2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός 3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα με υπεροπτικό τρόπο 4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ… … Dictionary of Greek